ώχρα

ώχρα
Φυσική γαιώδης χρωστική ουσία από το βαθύ κίτρινο έως το κοκκινωπό. Στην προϊστορική εποχή οι χρωστικές ιδιότητες της ώ. την κατέστησαν αντικείμενο μεγάλης εκμετάλλευσης· κίτρινες και κόκκινες ώ. χρησιμοποιήθηκαν για να χρωματίσουν τις αναπαραστάσεις ζώων που διακοσμούσαν τα τοιχώματα και τους θόλους ορισμένων σπηλαίων, οι οποίες ίσως προορίζονταν για τελετές μαγείας και εξευμενισμού. Η κόκκινη ώ. βρήκε κατόπιν μια παράξενη εφαρμογή στις νεκρικές τελετές της ανώτερης παλαιολιθικής εποχής στην Ευρώπη: πριν θάψουν τους νεκρούς τους άλειφαν με ώ. και πολλές φορές περιέχυναν γύρω από το σώμα τους άλλη κόκκινη ώ., η οποία συμβόλιζε πιθανώς το αίμα και τη ζωική δύναμη. Το έθιμο αυτό εξαλείφθηκε εντελώς στη δυτική Ευρώπη κατά τη νεολιθική εποχή, ενώ αντίθετα διαδόθηκε ευρύτατα στην ανατολική Ευρώπη κατά την περίοδο αυτή. Με το ίδιο όνομα χαρακτηρίζονται ορισμένα φυσικά κοκκινοχώματα, όπως το υπεροξείδιο του σιδήρου, της Αιθιοπίας, το αραβικό υδροξείδιο του σίδηρου (με χρώμα που τείνει περισσότερο προς το καφέ), το οξείδιο του σίδηρου (ή αιματίτης) της Σινώπης, πόλης στη Μαύρη θάλασσα. Από τέτοια χώματα, με εξαιρετικά σταθερά χρώματα και αρκετά ευχάριστα για τους θερμούς τόνους τους, επεξεργασμένα με συγκολλητικές ουσίες, κατασκευάζονται από παλιά παστέλ που χρησιμοποιήθηκαν πολύ από τους ζωγράφους, είτε για τα προκαταρκτικά σχέδια τοιχογραφιών είτε για την εκτέλεση σχεδίων σε χαρτί. Από το δεύτερο μισό του 15ου αι. η ώ. (που τότε ονομαζόταν σινώπεια) χρησιμοποιήθηκε για τον σχεδιασμό επάνω σε άσπρο ή χρωματιστό χαρτί, προετοιμασμένο κάποιες φορές με επάλειψη χρώματος τέμπερας. Περίφημα είναι τα σχέδια με ώ. του Τζορτζιόνε, του Λεονάρντο ντα Βίντσι και του Ποντόρμο. Το 18o αι. η ώ., συχνά συνδυασμένη με μαύρο, χρησιμοποιήθηκε πολύ από Γάλλους ζωγράφους σε λεπτά σχέδια κατασκευασμένα με τη βοήθεια σβηστηριού και σφομιλιού. Δείγμα χρώματος που περιέχει ώχρα. Σπουδή για μια «Παναγία», σχέδιο με ώχρα του Αντόνιο Αλέγκρι, του επονομαζόμενου Κορέτζιο. (Βουδαπέστη, Μουσείο των Καλών Τεχνών)
* * *
η / ὤχρα, ΝΜΑ
(ορυκτ.) α) γεώδες, συνήθως κόκκινο ή κίτρινο, και συχνά μικρής καθαρότητας σιδηρομετάλλευμα, το οποίο χρησιμοποιείται ευρέως ως χρωστική
β) (με περιλπτ. σημ.) διάφορες σιδηρούχες άργιλοι, συχνά με τη μορφή σκόνης, χρωματισμένες κόκκινες, ή διάφορες κίτρινες ώς πορτοκαλόχρωμες χρωστικές
νεοελλ.
το φυτό ρεζεντά
μσν.
1. ωχρίαση, χλομάδα
2. είδος φυτονόσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. ψυχρός: ψύχρα, πικρός: πίκρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὤχρα — ὤχρᾱ , ὤχρα yellow ochre fem nom/voc/acc dual ὤχρᾱ , ὤχρα yellow ochre fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὤχρᾱ , ὠχράω turn pale imperf ind act 3rd sg ὤχρᾱ , ὠχράω turn pale pres imperat act 2nd sg ὤχρᾱ , ὠχράω turn pale imperf ind act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤχρᾳ — ὤχρᾱͅ , ὤχρα yellow ochre fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠχρά — ὠχρός pale neut nom/voc/acc pl ὠχρά̱ , ὠχρός pale fem nom/voc/acc dual ὠχρά̱ , ὠχρός pale fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώχρα — η 1. ονομασία παραλλαγής του ορυκτού λειμωνίτη. 2. κίτρινη χρωστική ουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠχρᾷ — ὠχράω turn pale pres subj mp 2nd sg ὠχράω turn pale pres ind mp 2nd sg (epic) ὠχράω turn pale pres subj act 3rd sg ὠχράω turn pale pres ind act 3rd sg (epic) ὠχρός pale fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦχρα — ἄχρα , ἄχρως nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤχραν — ὤχρᾱν , ὤχρα yellow ochre fem acc sg (attic doric aeolic) ὤχρᾱν , ὠχράω turn pale imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὤχρᾱν , ὠχράω turn pale imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ὤχρᾱν , ὠχράω turn pale imperf ind act 3rd pl (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤχρας — ὤχρᾱς , ὤχρα yellow ochre fem acc pl ὤχρᾱς , ὤχρα yellow ochre fem gen sg (attic doric aeolic) ὤχρᾱς , ὠχράω turn pale imperf ind act 2nd sg ὤχρᾱς , ὠχράω turn pale imperf ind act 2nd sg (attic) ὤχρᾱς , ὠχράω turn pale pres ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠχρᾶς — ὠχρᾶ̱ς , ὠχράω turn pale pres ind act 2nd sg (doric) ὠχρός pale fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠχράν — ὠχρά̱ν , ὠχρός pale fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”